μεθημοσυνη

μεθημοσυνη
    μεθημοσύνη
    μεθ-ημοσύνη
    ἥ тж. pl. нерадение, небрежность Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεθημοσυνη" в других словарях:

  • μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μεθημοσύνη — remissness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθημοσύνῃ — μεθημοσύνη remissness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθημοσύναις — μεθημοσύνη remissness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθημοσύνην — μεθημοσύνη remissness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθημοσύνῃσι — μεθημοσύνη remissness fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»